Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Η Ατομική Επίθεση στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι: Σκοπιμότητες και προφάσεις

                                                 Πέτρος Δημόπουλος
(Επαναδημοσίευση με ελάχιστες τροποποιήσεις και ελαφρώς αλλαγμένο τίτλο  από    
την εφημερίδα ΠΡΙΝ της 9ης Αυγούστου 2009.)

 «Ο κόσμος θα σημειώσει οτι η πρώτη ατομική βόμβα ρίχτηκε στη Χιροσίμα, μια στρατιωτική βάση. Αυτό έγινε διότι επιθυμούσαμε για την  πρώτη επίθεση να αποφευχθεί όσο είναι δυνατόν ο θάνατος αμάχων[!!]. Ωστόσο η επίθεση αυτή είναι μόνο μια προειδοποίηση γι αυτά που θα ακολουθήσουν αν η Ιαπωνία δεν παραδοθεί, βόμβες θα ριχτούν στις πολεμικές της βιομηχανίες και δυστυχώς χιλιάδες ζωές πολιτών θα χαθούν. Προτρέπω τους Ιάπωνες πολίτες να εγκαταλείψουν τις βιομηχανικές πόλεις αμέσως και να σώσουν τους εαυτούς τους απο την καταστροφή» [1].

Τα παραπάνω λόγια αποτελούν μέρος του διαγγέλματος που εκφώνησε ο πρόεδρος  H. Truman στις 9 Αυγουστου 1945, την  ίδια ακριβώς ημέρα για την οποία είχε προαποφασισθεί και πραγματοποιήθηκε  η ρίψη  της δεύτερης ατομικής βόμβας, αυτή τη φορά στο Ναγκασάκι. Η προειδοποίηση προς τα θύματα συνιστά μια φανερή υποκρισία. Σκόπιμα  η πολιτική ηγεσία των HΠΑ αποκρύπει το γεγονός πως ένα  πρωτόγνωρο για την εποχή όπλο μαζικής καταστροφής χρησιμοποιήθηκε συνειδητά σε  αστικές περιοχές με άμεση συνέπεια το θάνατο περισσότερων των 140000 ανθρώπων συνολικα. Για τούτο και γίνεται λόγος για τη Χιροσίμα  ως μια στρατιωτική βάση! Στην αμερικανική κυβέρνηση αρκεί το γεγονός της επιτυχούς χρήσης του υπερόπλου σε πραγματικές πολεμικές συνθήκες. H επίδειξη της δράσης του, εις διπλούν,  αναμένεται να έχει καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση των γεωπολιτικών συσχετισμών στο στρατόπεδο των νικητών του Β' παγκοσμίου πολέμου.  

                                                                                                                 

Καθώς κυλάει ο χρόνος  απο την ατομική επίθεση  στις  δυο ιαπωνικές πόλεις, έρχονται στο φως ολοένα και  νεώτερα στοιχεία για το μέγεθος της καταστροφής που προκλήθηκε, τις διαρκείς συνέπειες της ραδιενέργιας στους επιζώντες καθώς και το ότι ο βομβαρδισμός του άμαχου πληθυσμού ήταν συνειδητός , προεξοφλημένος και  αποφασίστηκε ανεξάρτητα απο την πορεία των  πολεμικών επιχειρήσεων στον Ειρηνικό ωκεανό κατά τη  διάρκεια των τελευταίων μηνών του πολέμου [2] .

 

Στις Αναμνήσεις του ο  H. Truman αναφέρει ότι:  «θεωρούσα τη βόμβα ως ένα πολεμικό όπλο και ποτέ δεν είχα την οποιαδήποτε αμφιβολία αν θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ... όταν συζήτησα  με τον Churchill ανεπιφύλακτα μου είπε ότι ευνοούσε τη χρησιμοποίηση της ατομικής βόμβας» [3].

 

 

 

 Τα εκ των υστέρων επιχειρήματα περί στρατιωτικών απωλειών  και η αναμενόμενη παράδοση της Ιαπωνίας

 

H έντονη δυσφορία  που δημιουργείται στην παγκοσμία κοινή γνώμη αλλά και μέσα στις ίδιες τις HΠΑ  εξαιτίας της  χρησιμοποίησης ενός τέτοιου όπλου μαζικής καταστροφής γεννάει τον κίνδυνο, αφενός του κλυδωνισμού  του ιδεολογικού οικοδομήματος που θέλει τις HΠΑ  θεμελιωτή της ελευθερίας,  της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον μεταπολεμικό κόσμο. Αφετέρου, προξενεί δυσκολίες στην εφαρμογή της παγκόσμιας πολιτικής ηγεμονίας στην οποία αποβλέπουν οι HΠΑ έχοντας ως καθοριστικό μέσο πίεσης την κατοχή της ατομικής βόμβας. Ο J. Conant, πρόεδρος του πανεπιστημίου του Harvard και μέλος της Προσωρινής Επιτροπής [4] που είχε την ευθύνη της απόφασης για την επίθεση με τις  ατομικές βόμβες, σε επιστολή  του  προς τον H. Stimson (υπουργό πολέμου από τον Ιούλιο του 1940 μέχρι και το τέλος του πολέμου  και επίσης μέλος της ίδιας Επιτροπής), αναφέρει χαρακτηριστικά: «αν η προπαγάνδα ενάντια στη χρησιμοποίηση της ατομικής βόμβας είχε επιτραπεί να αναπτυχθεί ανεξέλεγκτα, η ισχύς της στρατιωτικής μας  θέσης λόγω της κατοχής της βόμβας θα ειχε αντίστοιχα εξασθενήσει  [...]  είμαι σταθερά πεπεισμένος ότι οι Ρώσοι τελικά θα συμφωνήσουν με τις αμερικανικές προτάσεις για την εγκαθίδρυση μιας παγκόσμιας αρχής για την ατομική ενέργεια, δεδομένου ότι θα είναι πεισμένοι πως διαθέτουμε  τη βόμβα σε ποσότητα και πως είμαστε έτοιμοι να την χρησιμοποιήσουμε χωρίς δισταγμό σε έναν επόμενο πόλεμο» (σ.σ. H έμφαση δική μας) [5].

 

Η μηχανή κατασκευής αληθοφανών ή καταφανώς ψευδών επιχειρημάτων δεν άργησε να πάρει μπροστά. Το 1947 δημοσιεύεται  άρθρο του Stimson στο περιοδικό Harper's στο οποίο παρουσιάζεται το επιχείρημα πως η χρήση των ατομικών βομβών έσωσε τη ζωή περισσότερου του ενός εκατομμυρίου αμερικανών στρατιωτών οι οποίοι σε αντίθετη περίπτωση θα θυσιάζονταν  στην επιχείρηση κατάληψης των Ιαπωνικών νήσων. Ωστόσο, πέρα απο το βάρος  της υπογραφής του συγγραφέα η συγκεκριμένη αριθμητική εκτίμηση περί των αμερικανικών απωλειών  δεν υποστηρίζεται από καμιά πηγή ή μελέτη του στρατού των HΠΑ [6].

 

Το συγκεκριμένο άρθρο αναδημοσιεύεται μαζικά σε πάμπολλες εφημερίδες και περιοδικά. Ο τεράστιος, κατά τον επίσημο ισχυρισμό, αριθμός των  αμερικανικών απωλειών  (στον οποίο, αργοτερα, προστίθενται οι διάφορες εκτιμήσεις για τις ενδεχόμενες απώλειες Ιαπώνων στρατιωτών και αμάχων  που θα επέφερε  η συνέχιση του πολέμου) επιδιώκεται να μπει στο ζύγι με τις εκατό και πλεον χιλιάδες ζωές των αμάχων της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι.  

 

 

Προτού επιχειρήσουμε να κρίνουμε  την άποψη σύμφωνα με την οποία θεωρείται δεδομένη η συνέχιση του πολέμου μέχρι τελικής πτώσης από την πλευρά της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας, θα παρουσιάσουμε μερικά στοιχεία που δείχνουν ότι ο εκτιμώμενος αριθμός των απωλειών των Αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων σε μια ενδεχόμενη απόβαση στα Ιαπωνικά νησια αυξάνει όσο περνούν τα χρόνια. Μάλιστα, στα πλαίσια της επίσημης προπαγάνδας ακόμα και στις μέρες μας, το μοναδικό επιχείρημα ή δικαιολογία για την ατομική επίθεση αποτελεί ο ισχυρισμός  ότι η χρήση των ατομικών βομβών συνετέλεσε στην άμεση λήξη του πολέμου με το μικρότερο δυνατό ανθρώπινο κόστος.

 

 

Έτσι, λοιπόν, ανήμερα της ρίψης της ατομικής βόμβας στο Ναγκασάκι (9/8/45) ο πρόεδρος H. Truman απευθυνόμενος με μήνυμα του προς όλους όσους εργάστηκαν στην κατασκευή της αναφέρει ότι: «το έθνος σας ευγνωμονεί με την ελπίδα οτι το νέο όπλο θα έχει σαν συνέπεια τη σωτηρία  χιλιάδων ζωών Αμερικανών...» [7] .

Αλλά στις 15 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους σε επίσημο λόγο του αναφέρει ότι: « ... σκέφτηκα ότι ένα τέταρτο του εκατομμυρίου από τον ανθό της νεολαίας μας άξιζε περισσότερο απο δύο ιαπωνικές πόλεις και ακόμα το πιστεύω.» [8]

 

Ο K. Compton, πρόεδρος του ΜΙΤ και μέλος  της ‘Προσωρινής Επιτροπής’ σε άρθρο του στο Atlantic Monthly (1946) δηλώνει: «πιστεύω ακράδαντα ότι η χρησιμοποίηση της ατομικής βόμβας έσωσε εκατοντάδες χιλιάδες ζωές ίσως μερικά εκατομμύρια ζωές μαζί Αμερικανών και Ιαπώνων.» [9].

 

Στις 6 Απριλίου 1949  ο Truman, απευθυνόμενος σε ομάδα νέων Δημοκρατικών γερουσιαστών και αντιπροσώπων, επανέρχεται: «πήρα την απόφαση διότι σκέφτηκα οτι 200000 δικοί μας νέοι άνδρες  καθώς επίσης και 300000 με 400000 του εχθρού θα σώζονταν», ενώ σε ομιλία του στις 28 Απριλίου 1959 ο Truman  ξεπερνάει πραγματικά κάθε όριο λογικής εκτίμησης όταν δηλώνει πως η ρίψη των βομβών «σταμάτησε τον πόλεμο και σώθηκαν εκατομμύρια  ζωές».

 

Από τα ανωτέρω καθίσταται φανερό πως οι κατά καιρούς εκτιμήσεις διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, διογκώνονται με τον καιρό, ενώ δε γίνεται ουδεμία προσπάθεια να υποστηριχθούν με στοιχεία.  Τούτο, άλλωστε,  δε θα μπορούσε να είναι εφικτό καθώς, μολονότι είχαν εκπονηθεί στρατιωτικά σχέδια σχετικά με μια ενδεχόμενη απόβαση, εντούτοις, τόσο η στρατιωτική όσο και η πολιτική ηγεσία δεν τους είχαν δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα από εκείνη που αναλογεί στις ασκήσεις επί χάρτου. Ο λόγος γι αυτό δεν ήταν άλλος από το γεγονός πως επίκειτο, από τις αρχές ήδη του καλοκαιριού του 1945, η παράδοση της Ιαπωνίας [10].  

 

Ο ναύαρχος W. Leahy (διετέλεσε  αρχηγός του ναυτικού των ΗΠΑ) στο βιβλίο του I was there που εκδόθηκε το 1950, αναφέρει: «H γνώμη μου είναι οτι η χρήση αυτού του βάρβαρου όπλου ενάντια στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι δεν επέφερε υλική βοήθεια στον πόλεμό μας ενάντια στην Ιαπωνία. Οι Ιάπωνες ήσαν ήδη ηττημένοι και έτοιμοι να παραδοθούν.» [11]

 

Πράγματι, απο το τέλος ακόμα του 1944 τόσο η θέση της Ιαπωνάας στο θέατρο του πολέμου όσο και η κατάσταση της  οικονομίας της ήσαν τέτοιες  ώστε δεν βρίσκονταν πολλοί στα ανώτερα κλιμάκια της πολιτικής και στρατιωτικής διοίκησης που να  έλπιζαν σε κάποια επιτυχή έκβαση του πολέμου. Αυτό αποτελούσε συνέπεια του σφιχτού ναυτικού αποκλεισμού των ΗΠΑ (ο οποίος ακολούθησε την καταστροφή του Ιαπωνικού πολεμικού στόλου) και των ανηλεών αεροπορικών βομβαρδισμών.

Στα πλαίσια αυτά  μια ισχυρή μερίδα της πολιτικής ηγεσίας της Ιαπωνίας  μαζί και ο αυτοκράτορας Χιροχίτο είχαν εκδηλώσει, εμμέσως πλην σαφώς, την  επιθυμία για ανακωχή και την  παραδοσή της χώρας τους ήδη από τον Απρίλιο του 1945.  Είναι τεκμηριωμένο οτι  οι εξελίξεις αυτές συζητήθηκαν σε επίσημο επίπεδο κατά τη συνδιάσκεψη  του Πότσνταμ (16 Ιουλίου - 2 Αυγούστου 1945) [12]. Το κυριώτερο μέλημα της Iαπωνικής πολιτικής ηγεσίας  ήταν να καθοριστούν οι όροι της παράδοσης,  πράγμα που η κυβέρνηση των HΠΑ απέφευγε συστηματικά ή αρνιόταν να προκαθορίσει, απαιτώντας την άνευ όρων παράδοση χωρίς ωστόσο να δημοσιοποιεί κάποιο σχέδιο της σχετικά με το  μεταπολεμικό καθεστώς της Ιαπωνίας.

 

Ο Ralph Bard,  υφυπουργός του Ναυτικού σε μνημόνιό του (27 Ιουνίου 1945) προς τον υπουργό πολέμου Stimson  προβαίνει στην εκτίμηση  πως η Ιαπωνική κυβέρνηση αναζητά μια ευκαιρία για να παραδοθεί και για τούτο ο πρόεδρος των HΠΑ θα έπρεπε  να ανακοινώσει τους όρους και τις συνθήκες στις οποίες θα υπαχθεί το ιαπωνικό κράτος έπειτα απο την παράδοσή του [13].

 

Ο κατοπινός πρόεδρος των HΠΑ, D. Eisenhower, θελοντας να διαχωρίσει τη θεση του απο τη μαζική δολοφονία στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, αναφέρει ότι, όταν ο Stimson του ανακοίνωσε (26 Ιουλίου 1945) πως οι HΠΑ προτίθεντο να χρησιμοποιήσουν την ατομική βόμβα αυτός του εξεδήλωσε την  «πεποίθηση ότι η Ιαπωνία είχε ήδη ηττηθεί και πως η ρίψη της βόμβας ήταν εντελώς μη απαραίτητη [...] Ήταν πεποίθησή μου πως η Ιαπωνία εκείνη τη στιγμή αναζητούσε τρόπο να παραδοθεί με το λιγότερο εξευτελιστικό τρόπο» [14].

 

Επομένως, ήταν σε γνώση της αμερικανικής ηγεσίας  πως μια ενδεχόμενη απόβαση στα ιαπωνικά νησιά ήταν απο τα πράγματα περιττή και γι αυτό ελάχιστη μελέτη είχε αφιερωθεί σε αυτό το πρόβλημα. Το συμπέρασμα αυτό  συνοψίζεται στη επίσημη μελέτη του US Bombing Strategy Survey σύμφωνα με την οποία «φαίνεται καθαρά ότι ακόμη και δίχως την επίθεση με την ατομική βόμβα, η υπεροχή από αέρος ... θα είχε ασκήσει ικανή πίεση ώστε να επιφέρει την  παράδοση χωρίς όρους και να καταστήσει μη απαραίτητη την απόβαση» [15] .

 

 

Μια προειλημμένη απόφαση

 

Το άμεσο τέλος του πολέμου διεφάνη όταν  στη συνδιάσκεψη του Πότσνταμ ο Στάλιν διαβέβαιωσε τον Truman ότι η ΕΣΣΔ θα τηρούσε τη συμφωνία της συνδιάσκεψης της Γιάλτα (Φεβρουάριος 1945) σύμφωνα με την οποία τρεις μηνες έπειτα από το τέλος του πολέμου στο Ευρωπαικό έδαφος θα κήρυσσε τον πόλεμο στην Ιαπωνία [16]. Αποτελεί κοινή εκτίμηση πολλών ιστορικών ότι από μόνο του  το γεγονός αυτό  θα συντελούσε στην άμεση λήξη του πολέμου, διότι  η Ιαπωνική ηγεσία, πιεζόμενη απο τεράστιες σε μέγεθος στρατιωτικές δυνάμεις σε όλα τα μέτωπα, θα προχωρούσε σε άμεση συνθηκολόγηση. Ωστόσο, απο το Φεβρουάριο του 1945 μέχρι τον Ιούλιο του ίδιου έτους πολλά είχαν   αλλάξει   στις σχέσεις  των συμμάχων έπειτα απο την de facto ισχυροποίηση της ΕΣΣΔ  στην μεταπολεμική Ευρώπη.

 

Η αντιμετώπιση του προβλήματος  για τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς συνιστούσε επείγουσα προτεραιότητα. Η υιοθέτηση μιας σκληρής στάσης παρουσιαζόταν ως η μόνη οδός διασφάλισης των συμφερόντων τους.  Η διαμόρφωση της μεταπολεμικής επιθετικής διπλωματίας  απέναντι στην ΕΣΣΔ αποφασίστηκε στο τέλος της άνοιξης του 1945 στη βάση της ασφαλούς πληροφορίας περί της επιτυχούς έκβασης του ατομικού προγράμματος [17].

 

Απο το Μάιο του 1945 η πλειοψηφία αυτών που διαμόρφωναν την πολιτική της κυβέρνησης των ΗΠΑ είχε καταλήξει ότι δεν ήταν πλέον απαραίτητη η συμβολή της ΕΣΣΔ στη νίκη του πολέμου στην Άπω Ανατολή. Επομένως, και για να αποφευχθούν οι περιπλοκέςπου ήδη παρουσιάζονταν στην Ευρώπη, οι ΗΠΑ επιδίωκαν το άμεσο τέλος του πολέμου και την μονομερή παράδοση της Ιαπωνίας.  Έπειτα, η αναμενόμενη επέμβαση της ΕΣΣΔ στη Μαντσουρία και στην Κορέα στις αρχές του Αυγούστου του ίδιου έτους δε θα μπορούσε παρά να στήσει ένα νέο τραπέζι (ή παζάρι) διαπραγματεύσεων μεταξύ των συμμάχων, πράγμα που θεωρούνταν από τον Truman και τους συμβούλους του (και τους Βρετανούς) ως μια αρνητικότατη εξέλιξη.

 

 

Την 1η Ιουνίου 1945 λαμβάνεται η απάφαση για την άμεση χρήση της βόμβας χωρίς προειδοποίηση [18]. Στις 16 Ιουλίου (πρώτη ημέρα της συνδιάσκεψης του Πότσνταμ) εξελίσσεται με επιτυχία η γενική δοκιμή της ατομικής βόμβας στο Αλαμογκόρντο του Νέου Μεξικό. Στο μεταξύ, ομάδα επιστημόνων με επικεφαλής τον L. Szilard οι οποίοι  συμμετείχαν στο μυστικό πρόγραμμα της κατασκευής της βόμβας  προσπαθούν να παρέμβουν και να επηρεάσουν υψηλόβαθμους κυβερνητικούς παράγοντες σχετικά με τη δυνατότητα να μη χρησιμοποιηθεί η βόμβα σε ανθρώπινους στόχους. Προτείνουν να  γίνει επίσημη προειδοποίηση σχετικά με την κατοχή του νέου υπερόπλου και στη συνέχεια να προσκληθεί αντιπροσωπεία της Ιαπωνικής κυβέρνησης σε μια επίδειξη της καταστρεπτικής του ισχύος σε  κάποιο ακατοίκητο μέρος. Με αυτό τον τρόπο, τόνιζαν, η Ιαπωνική κυβέρνηση θα εξαναγκαζόταν να συνθηκολογήσει [19]. H πρόταση αυτή απορρίφθηκε ως μη ρεαλιστική... Ο ίδιος ο L. Szilard, αναφερόμενος στην αρνητική υποδοχή που επιφύλαξε η κυβέρνηση των ΗΠΑ, αποκαλύπτει ότι στη συνάντησή του με τον Byrnes (στις 28/5/1945) ο οποίος ηταν σύμβουλος του Truman και κατοπινός υπουργός Εξωτερικών αυτός « ... ανησυχούσε για το γεγονός ότι η Ρωσία έχει καταλάβει την Πολωνία, τη Ρουμανία και την Ουγγαρία και το ίδιο ανησυχούσα κι εγώ [Σημ. ο Szilard]. Ο Byrnes  πίστευε ότι η κατοχή της βόμβας απο τις HΠΑ θα καθιστούσε τους Ρώσους περισσότερο χειραγωγίσιμους  στην Ευρώπη...» [20]. 

Αξίζει να αναφερθεί οτι στα  δημοσιευμένα ημερολογία του λόρδου Alanbrooke, με ημερομηνία 22 Ιουλίου 1945, αναφέρεται ότι ο Churchill  «ήδη αισθανόταν σε θέση να διαλύσει όλα τα βιομηχανικά και τα αστικά κέντρα της Ρωσίας. Είχε αμέσως συνθέσει έναν θαυμάσιο πίνακα αυτού του ίδιου ως μοναδικού κατόχου αυτών των βομβών , σε θέση να τις εξαπολύσει όπου επιθυμούσε και δηλαδή παντοδύναμου και ικανού να υπαγορεύσει όρους στο Στάλιν» [21].

 

 

Το πρόγραμμα για την έρευνα και την κατασκευή της ατομικής βόμβας, (‘Πρόγραμμα  Manhattan)  κόστισε περί τα 2.5 δισ. δολλάρια  της εποχής και απασχολήθηκε σε αυτό, ούτε λίγο ούτε πολύ, μεγάλο μέρος της  αφρόκρεμας της διεθνούς επιστημονικής  κοινότητας που είχε συγκεντρωθεί στις HΠΑ,  καθώς και  εκατό χιλιάδες εργαζόμενοι συνολικά. Από τη στιγμή που έγινε εφικτή η ελεγχόμενη αλυσιδωτή αντίδραση (στις 2 Δεκεμβρίου  1942) είχε καταστεί σχεδόν βέβαιο ότι η δημιουργία του  νέου υπερόπλου θα τελεσφορούσε σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. H κατοχή του, δε, θα δημιουργούσε νέα δεδομένα στους γεωπολιτικούς συσχετισμούς με την πτώση της αυλαίας του Β' παγκοσμίου πολέμου  και θα συνέβαλλε στον καθοριστικότερο ρόλο των HΠΑ στις παγκόσμιες υποθέσεις. Ο στρατηγός L. Groves ο οποίος διεύθυνε το Πρόγραμμα Manhattan  καθόλη τη διάρκεια της λειτουργίας του δεν είχε καμιά αμφιβολία περί της χρησιμοποίησης της ατομικής βόμβας. Λίγα χρόνια έπειτα από το τέλος του πολέμου δήλωσε ότι «η απόφαση για τη χρησιμοποίηση  της ατομικής βόμβας είχε ληφθεί από την 9η Οκτωβρίου του 1941» [22].

 

 



 
[2]        Gar Alperovitz, Atomic Diplomacy: Hiroshima and Potsdam. The Use of the Atomiv Bomb and the American Confrontation with Soviet Power, 1965.
 
[3]        Harry S. Truman, Memoirs: Year of Decisions, 1955.
 
 
[4]           Η επιτροπή αυτή συστήθηκε στις αρχές Μαϊου του 1945 με σκοπό να συντονίσει τις ενέργειες για την άμεση χρησιμοποίηση της ατομικής βόμβας.  Δες [www.trumanlibrary.org/whistlestop/study_collections/bomb/large/].
 
 
[5]        Stu Rosenblatt, Executive Intelligence Review, March 12, 1999.
 
 
 
 
[7]         Ibid.
 
 
[8]           Ιbid.
 
 
[10]         Gar Alperovitz, op. cit.
 
 
 
 
[12]         Louis Morton, [http://www.history.army.mil/books/70-7_23.htm],
               Gar Alperovitz, op. cit. US Strategic Bombing Survey, op. cit.
 
 
 
 
[15]          US Strategic Bombing Survey, op. cit. 
 
 
[16]         Στις 8 Αυγούστου 1945 η ΕΣΣΔ κηρύσσει τον πόλεμο στην Ιαπωνία και τα στρατεύματά της
        εισβάλλουν στη Μαντσουρία και στην Κορέα.
 
         
 
 
[18]         ibid.
 
 
[19]         [http://www.dannen.com/decision/45-07-17.html].      
                Nina Byers, Physicists and the 1945 Decision to Drop the Bomb,  [http://arxiv.org/abs/physics/0210058v1].
 
[20]         L. Szilard, βλ. [http://www.peak.org/~danneng/decision/usnews.html].
 
 
[21]         Gar Alperovitz, op. cit.
 
 
[22]         Επίσημη ημερομηνία έναρξης του Σχεδίου. Δες  Stanley Goldberg, Physics Today, Αυγουστος 1995.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου